- ξεθυμαίνω
- (Μ ξεθυμαίνω)νεοελλ.1. (για αιθέρια έλαια) μεταβάλλομαι σε αέριο, εξατμίζομαι («μην ανοίγεις τα αρώματα γιατί θα ξεθυμάνουν»)2. (για υγρά ή στερεά τα οποία περιέχουν πτητικές ουσίες) αποβάλλω, χάνω τις ουσίες μου με εξάτμιση, χάνω τη σπιρτάδα μου («ξεθύμανε το ούζο»)3. (για δοχεία ή σωλήνες οι οποίοι περιέχουν πτητικά υγρά ή αέρια) αφήνω να διαφύγει το περιεχόμενο μου («ξεθύμανε η φιάλη τού γκαζιού»)4. χάνω τη δύναμή μου ή την αξία μου, εξασθενώ («και χτυπώντας ξεθυμαίνει εις το πέλαγο, εις τη γη», Σολωμ.)5. χάνω τον ζήλο μου ή το ενδιαφέρον μου για κάποιον ή για κάτι («με το πέρασμα τού χρόνου ξεθύμανε η αγάπη του»)6. (για κακοκαιρία) καταπαύω, γαληνεύω («η θάλασσα ξεθύμανε»)7. (για πρόσ.) αποβάλλω τον θυμό, την οργή μου ή τη λύπη μου, κατευνάζομαι, ξεθυμώνω (α. «φώναξε όσο θέλεις, αρκεί να ξεθυμάνεις» β. «η απονιά σ', αφέντη μου, σ' εμέν' ας ξεθυμάνη», Ερωτόκρ.)7. ναυτ. (για σχοινί) χαλαρώνω8. (για οίδημα, τραύμα) καταπραΰνομαι9. παροιμ. «που δεν μπορεί να ξεθυμάνει στο γάιδαρο, ξεθυμαίνει στο σαμάρι» — λέγεται για αυτούς που τιμωρούν αθώους ή ανίσχυρους αντί για τους ισχυρούς και πραγματικούς ενόχουςμσν.(για λάβα ηφαιστείου) α) προκαλώ ρήγμα για να διαφύγωβ) εκτινάσσομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-εθύμηνα, αόρ. του ἐκθυμαίνω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. λ. ξ[ε]-)].
Dictionary of Greek. 2013.